φιλοπάννυχος

φιλοπάννυχος
-ον, Α
αυτός που αγαπά τις ολονύκτιες διασκεδάσεις, που τού αρέσουν τα ξενύχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + πάννυχος «ολονύκτιος, αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοπαννύχου — φιλοπάννυχος friend of all night festivals masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπάννυχε — φιλοπάννυχος friend of all night festivals masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”